προσκέφαλο
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. κατασκεύασμα σε σχήμα μικρού σάκου που μπαίνει κάτω από το κεφάλι για να το στηρίξει κατά τον ύπνο ή κατά την ανάπαυση, μαξιλάρι
2. οποιοδήποτε αντικείμενο ανάλογης χρήσης ή σχήματος που τοποθετείται κάτω από το κεφάλι κοιμισμένου, αναπαυόμενου ή νεκρού («στρώμα 'χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια», δημ. τραγούδι)
3. τεχνολ. το προσκεφάλαιο, αλλ. κουζινέτο
4. φρ. «αγρύπνησε στο προσκέφαλό του» — τον περιποιήθηκε πάρα πολύ κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του
5. παροιμ. «στού σκύλου το προσκέφαλο ψωμί δεν ξημερώνει» — δεν ευδοκιμεί κάτι σε δύσκολες συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. προσκεφάλ-αιον].