Ν1. δίνω σε κάποιον κάτι, συνήθως εξαπατώντας τον2. ειρων. μεταδίδω («για νέο μάς το φουρνίρεις;»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fornire «προσφέρω, προμηθεύω, εφοδιάζω»].