φουρνίρω

Greek Monolingual

Ν
1. δίνω σε κάποιον κάτι, συνήθως εξαπατώντας τον
2. ειρων. μεταδίδω («για νέο μάς το φουρνίρεις;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fornire «προσφέρω, προμηθεύω, εφοδιάζω»].