φουστάνι
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
το / φουστάνιν, ΝΜ
γυναικείο εξωτερικό ένδυμα, φόρεμα
νεοελλ.
συνεκδ. οι γυναίκες, ο γυναικόκοσμος («όλα του τα λεφτά του τά 'φάγε το φουστάνι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fustagno < αραβ. Fustāt, ονομ. προαστίου του Καΐρου, όπου υφαινόταν ορισμένο είδος πανιού. Κατά μία άποψη, τη λ. δανείστηκε από την ελλ. η Τουρκική, πρβλ. τουρκ. fistan].