φρακτή
Greek Monolingual
και φραχτή, η, Ν
ναυτ. διάφραγμα τών εσωτερικών χώρων τών πολεμικών και εμπορικών πλοίων τοποθετημένο σε μόνιμη θέση κατά τη ναυπήγησή του, το οποίο διαμορφώνει τα διάφορα διαμερίσματα του σκάφους, κν. μπουλμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του ρηματ. επιθ. φρακτός < φράζω (ΙΙ)].