φρενοκομείο
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
το, Ν
1. (παλ. όρος) ψυχιατρείο
2. φρ. «είναι για το φρενοκομείο» — πάσχει διανοητικά, δεν είναι στα καλά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κομείο (< -κομος < κομώ «φροντίζω») κατά το νοσοκομείο. Η λ., στον λόγιο τ. φρενοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].