κομώ

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source

Greek Monolingual

(I)
κομῶ, -άω, ιων. τ. -έω (Α) κόμη
1. έχω μακριά μαλλιά («ἀνὴρ ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι, γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν», ΚΔ)
2. φέρομαι αλαζονικά, μεγαλοφρονώ, υπερηφανεύομαικἀγὼ μὲν τοιοῦτος ἀνήρ ὢν ποιητὴς οὐ κομῶ», Αριστοφ.)
3. (για την κόμη) είμαι μακριά, κυματίζω
4. (για δένδρα ή φυτά) έχω άφθονα φύλλα και άνθη, θάλλω, ανθίζω («ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι», Θεόκρ.)
5. είμαι γεμάτος από κάτι, ιδίως από φυτά, άνθη ή καρπούς («ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα παντοδαποῖς», Αριστοτ.)
6. φρ. «ἀστέρες κομόωντες» — οι κομήτες.
(II)
κομῶ, -έω (Α)
1. φροντίζω για κάτι, περιποιούμαι («ἀγλαΐης δ' ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κομῶ είναι μεταβιβαστικό του ρ. κάμνω (πρβλ. φορώ - φέρω) και εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κομ- της ΙΕ ρίζας καμᾶ- (βλ. κάνω). Το κομῶ απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -κόμος σε πολλά σύνθετα (βλ. -κόμος), η αρχαιότητα τών οποίων υποδηλώνεται από την αντιστοιχία του τ. ιπποκόμος με το χεττιτ. aššuššani «ιπποκόμος» < ινδοϊραν. asva-śama).
ΠΑΡ. κομίζω
αρχ.
κομμώ.