φρενοπληξία

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek (Liddell-Scott)

φρενοπληξία: ἡ, μανία, Κ. Μανασσ. Χρον. 684.

Greek Monolingual

η, ΝΜ φρενόπληκτος
φρενοβλάβεια.