φτερομαδώ
From LSJ
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
Greek Monolingual
-άω, Ν
1. μαδώ τα φτερά πτηνού
2. μτφ. αφαιρώ εντελώς, απογυμνώνω («τον φτερομάδησαν στο πόκερ»).
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
-άω, Ν
1. μαδώ τα φτερά πτηνού
2. μτφ. αφαιρώ εντελώς, απογυμνώνω («τον φτερομάδησαν στο πόκερ»).