φτωχοπάζαρο

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. παζάρι όπου πωλούνται ευτελή πράγματα
2. (γενικά) αγορά που δεν προσφέρει πολλά είδη.