φτωχοπάζαρο

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το, Ν
1. παζάρι όπου πωλούνται ευτελή πράγματα
2. (γενικά) αγορά που δεν προσφέρει πολλά είδη.