ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
-η, -ο, θηλ. και -ος, Ναυτός που αποφεύγει να εκτίσει την ποινή η οποία του έχει επιβληθεί από δικαστήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιόποινος].