φυγόποινος
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που αποφεύγει να εκτίσει την ποινή η οποία του έχει επιβληθεί από δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιόποινος].