φυλλιίδες

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια πτερυγωτών εντόμων της τάξης φάσματα, με τυπικό εκπρόσωπό της το γένος φύλλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyliidae].