φυλλιώ

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535

Greek Monolingual

-άω, Α
φύω, βγάζω άφθονα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + ρηματ. κατάλ. -ιῶ / -ιάω (πρβλ. φρικιῶ)].