φυλλόπτωση

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

η, Ν
1. βοτ. η πτώση τών φύλλων τών πολυετών ποωδών και ξυλωδών φυτών ως αποτέλεσμα τών μεταβολών οι οποίες συντελούνται σε μια εξειδικευμένη εγκάρσια ζώνη του φύλλου, στη ζώνη αποκοπής
2. (φυτοπαθ.) νοσηρό φαινόμενο, που διακρίνεται από το φυσιολογικό λόγω της πρόωρης και σε μεγάλο ποσοστό απόπτωσης τών φύλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + -πτωση (< πτώση)].