φυματιώδης
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
-ες, Ν φυμάτιο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση
2. αυτός που προκαλείται από φυματίωση («φυματιώδης περιτονίτιδα»).