φυσιγγιοθήκη

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

η, Ν
στρ. φορητή θήκη φυσιγγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγιο + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].