φυσιογνώστης

Greek Monolingual

ο, θηλ. φυσιογνώστρια, Ν
επιστήμονας που ασχολείται με τις φυσικές επιστήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].