φωνολογώ

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

-έω και -άω, Μ
εκβάλλω φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -λογῶ].