φόντο
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ.
1. το βάθος οποιουδήποτε πράγματος
2. (ιδίως) το βάθος, ο ορίζοντας ενός ζωγραφικού πίνακα
3. στον πληθ. τα φόντα
μτφ. α) ηθικό ή πνευματικό κεφάλαιο, προσόντα («δεν έχει τα φόντα για να πετύχει σε αυτήν τη δουλειά» — δεν διαθέτει το ταλέντο ή τα προσόντα)
β) χρηματικό κεφάλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fondo «βάθος, πυθμένας» < λατ. fundus «πυθμένας»].