φόντο

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ.
1. το βάθος οποιουδήποτε πράγματος
2. (ιδίως) το βάθος, ο ορίζοντας ενός ζωγραφικού πίνακα
3. στον πληθ. τα φόντα
μτφ. α) ηθικό ή πνευματικό κεφάλαιο, προσόντα («δεν έχει τα φόντα για να πετύχει σε αυτήν τη δουλειά» — δεν διαθέτει το ταλέντο ή τα προσόντα)
β) χρηματικό κεφάλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fondo «βάθος, πυθμένας» < λατ. fundus «πυθμένας»].