φόρτωση

Greek Monolingual

η, Ν
τοποθέτηση φορτίου σε μεταφορικό μέσο ή σε μεταγωγικό ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ., στον λόγιο τ. φόρτωσις, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].