φύστα

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

τὰ, Α
η φυστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του φυστή / φύστη, κατά τα ουδ.].