χάζι

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

το, Ν
1. το να κοιτάζει κανείς με ευχαρίστηση ασήμαντα πράγματα
2. φρ. α) «κάνω χάζι» — μού αρέσει, μέ διασκεδάζει κάτι
β) «έχει χάζι»
i) είναι διασκεδαστικό
ii) είναι ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haz «ευχαρίστηση»].