χαλάζιο

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source

Greek Monolingual

το / χαλάζιον, ΝΑ χάλαζα
ιατρ. όγκος μικρού μεγέθους που μοιάζει με κόκκο και αναπτύσσεται στα βλέφαρα, εσωτερικό κριθαράκι.