χαλαρότητα
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν χαλαρός
1. η ιδιότητα του χαλαρού, το να είναι χαλαρό κάτι (α. «χαλαρότητα του ιμάντα» β. «χαλαρότητα του δέρματος»)
2. (κυριολ. και μτφ.) έλλειψη συνοχής (α. «χαλαρότητα τών αρμών» β. «χαλαρότητα στη δομή του κειμένου»)
3. έκλυση, εξασθένηση («χαλαρότητα τών ηθών»)
4. υποτονικότητα, έλλειψη δραστηριότητας (α. «χαλαρότητα στάσης» β. «χαλαρότητα στις σχέσεις τών δύο χωρών»).