χαλκευτέον

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek (Liddell-Scott)

χαλκευτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ χαλκεύω, δεῖ χαλκεύειν, σίδηρον Κλήμ. Ἀλεξ. 189.