χαλκών

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, cited as a collective noun by Hdn.Gr.1.29.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
πιθ. καθετί που περιέχει χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ών, -ῶνος].