Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
-ή, -ό, Ναυτός που χαμογελά, πρόσχαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του αορ. χαμογέλασ-α του ρ. χαμογελώ + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.].