χαμογελαστός

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που χαμογελά, πρόσχαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του αορ. χαμογέλασ-α του ρ. χαμογελώ + κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ.].