χαμοδρυά

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. η χαμαίδρυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. του χαμαίδρυς.