χαρμάνι
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
Greek Monolingual
το, Ν
1. μίγμα διαφόρων ειδών και ποιοτήτων καπνού
2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους μίγμα για βιομηχανική κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harman].