χαρμάνι
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Greek Monolingual
το, Ν
1. μίγμα διαφόρων ειδών και ποιοτήτων καπνού
2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους μίγμα για βιομηχανική κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harman].