χειλεόφωνος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
Greek Monolingual
και χειλόφωνος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που εκφωνείται με τα χείλη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χειλεόφωνα
γραμμ. οι χειλικοί φθόγγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μακρό-φωνος. Ο τ. χειλεόφωνος μαρτυρείται από το 1876 στον Ι. Ν. Σταματέλο, ενώ ο τ. χειλόφωνα από το 1889 στον Δ. Παπαγεωργίου].