χειροδικώ Search Google

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

-έω, Ν
δέρνω κάποιον για να τον τιμωρήσω για κακό που μού έκανε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χειροδίκης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1883 στον Κ. Α. Κυπριάδη].