χελιδοῖ

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

French (Bailly abrégé)

v. χελιδών.

Russian (Dvoretsky)

χελῑδοῖ: Anacr., Arph. voc. к χελιδών.