χελύδρα

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. γένος εδώδιμων χελωνών του γλυκού νερού, που απαντούν στη Βόρεια και στην Κεντρική Αμερική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chelydra].