χερῄων

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

German (Pape)

[Seite 1349] ον, gen. ονος, dor. statt χερείων.

Greek Monolingual

-ῇον, Α
βλ. χερείων.

Russian (Dvoretsky)

χερῄων: 2, gen. ονος дор. = χερείων.