χημορρόφηση
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
η, Ν
χημ. η χημική ρόφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemisorption < chemi- (< χημειο-) + sorption «ρόφηση»].