χιλιετία

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek (Liddell-Scott)

χιλιετία: ἡ, = χιλιετηρίς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χιλιετής
περίοδος χιλίων ετών.