χιλιετής
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
v. χιλιέτης
German (Pape)
[Seite 1355] ές, gen. έος, auch χιλιέτης, ὁ, tausendjährig; Pind. frg. 156; Plat. Phaedr. 249 e und öfter.
French (Bailly abrégé)
ής, ές ; gén. έος;
de mille ans.
Étymologie: χίλιοι, ἔτος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί χίλια έτη (α. «χιλιετής περίοδος» β. «χιλιετῆ τιμωρίαν», Ιάμβλ.
γ. «περιόδῳ χιλιετεῖ», Πλάτ.)
αρχ.
αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών («περὶ δὲ τῶν χιλιετῶν Ὑπερβορέων τὰ αὐτὰ λέγει», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. ἑπταετής].
Russian (Dvoretsky)
χῑλιετής: или χῑλιέτης 2 тысячелетний (περίοδος Plat.; βίος Arst.).