χιλιετής

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χιλιετής Medium diacritics: χιλιετής Low diacritics: χιλιετής Capitals: ΧΙΛΙΕΤΗΣ
Transliteration A: chilietḗs Transliteration B: chilietēs Transliteration C: chilietis Beta Code: xilieth/s

English (LSJ)

v. χιλιέτης

German (Pape)

[Seite 1355] ές, gen. έος, auch χιλιέτης, ὁ, tausendjährig; Pind. frg. 156; Plat. Phaedr. 249 e und öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές ; gén. έος;
de mille ans.
Étymologie: χίλιοι, ἔτος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί χίλια έτη (α. «χιλιετής περίοδος» β. «χιλιετῆ τιμωρίαν», Ιάμβλ.
γ. «περιόδῳ χιλιετεῖ», Πλάτ.)
αρχ.
αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών («περὶ δὲ τῶν χιλιετῶν Ὑπερβορέων τὰ αὐτὰ λέγει», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. ἑπταετής].

Russian (Dvoretsky)

χῑλιετής: или χῑλιέτης 2 тысячелетний (περίοδος Plat.; βίος Arst.).