χλοιδέσκουσαι

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «γαστρίζουσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω.