η, Νχημ. συνοπτική ονομασία μονοκυκλικών αρωματικών οργανικών ενώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorophenol < chloro- (< χλωρο-) + phenol (βλ. φαινόλη)].