χλωροφαινόλη

Greek Monolingual

η, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία μονοκυκλικών αρωματικών οργανικών ενώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorophenol < chloro- (< χλωρο-) + phenol (βλ. φαινόλη)].