χλωρόκλαδο

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

το, Ν
χλωρό κλαδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + κλαδί.