χοιροκέφαλος

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek (Liddell-Scott)

χοιροκέφαλος: -ον, ὁ ἔχων χοίρου κεφαλήν, «γουρουνοκέφαλος», Ἰω. Μαλαλ. σ. 120, 3.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει κεφάλι χοίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αἰγο-κέφαλος, κριο-κέφαλος.