χονδρέμπορος

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

και χοντρέμπορος, ο, Ν
έμπορος χονδρικής πώλησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο)- / χοντρ(ο)- + έμπορος].