χονδρότητα

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα ή η κατάσταση του χοντρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρός. Η λ., στον λόγιο τ. χονδρότης, μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγν. Μοσχάκη].