χορτόφυτος

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για γη) φυτευμένος με χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο + -φυτος (< φυτός < φύω / -ομαι), πρβλ. πευκό-φυτος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].