χρηστοσύνη

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106

Greek Monolingual

ἡ, Α
χρηστότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + κατάλ. -σύνη].