χρονιάρικος

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
χρονιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο από το ουδ. χρονιάρικο του επιθ. χρονιάρης].