χρονικογράφος

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
συγγραφέας χρονικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρονικό + -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α.Μ. Βλαστό].