χρυσοδένω

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

Ν
1. συναρμόζω μέρη κοσμήματος με χρυσό
2. δένω βιβλίο και διακοσμώ το κάλυμμά του με χρυσά γράμματα.