χρυσοπόρφυρος
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσοπόρφυρος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει χρυσοκέντητη πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πορφυρός].