χρυσοπόρφυρος
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσοπόρφυρος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει χρυσοκέντητη πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πορφυρός].
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
-η, -ο / χρυσοπόρφυρος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει χρυσοκέντητη πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πορφυρός].