χρυσόμηλο

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

το / χρυσόμηλον, ΝΑ
νεοελλ.
ο καρπός της χρυσομηλέας, το πορτοκάλι
αρχ.
είδος κυδωνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + μῆλον (Ι)].