χρυσόμφαλος

English (LSJ)

χρυσόμφαλον, with golden or gilded boss, φιάλη ἀργυρᾶ χ. IG12.313.65, 314.72, 22.1544.29, cf. Chron.Lind.B.48, Poll.6.98.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenem Nabel, Buckel, φιάλαι Poll. 6, 98.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόμφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦν ὀμφαλόν, Πολυδ. Ϛ΄, 98.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χρυσό ομφαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ὀμφαλός (πρβλ. ὑδρόμφαλος)].